ραιστος

ραιστος
    ῥάϊστος
    3
    (ᾱ) дор. Theocr. superl. к ῥᾴδιος См. ραδιος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ραιστος" в других словарях:

  • ράϊστος — α, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. ῥᾷστος …   Dictionary of Greek

  • ραιστότυπος — ον, Α αυτός που χτυπιέται με τη σφύρα, που σφυρηλατείται («ἄκμονες ῥαιστότυποι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ῥαιστός (< ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω», πρβλ. τα συνθ. σε ραιστος) + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. πρωτό τυπος] …   Dictionary of Greek

  • ράστος — άστη, ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. ῥάϊστος, ΐστη, ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, άτη, ον, Α (υπερθ. τ.) πάρα πολύ εύκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (I)] …   Dictionary of Greek

  • ρήϊστος — και δωρ. τ. ράϊστος, ΐστη, ον, και επικ. και ιων. τ. ρηΐτατος, άτη, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) (υπερθ. τ.) βλ. ῥᾱστος …   Dictionary of Greek

  • ραγιστός — και ραϊστός, ή, ό, Ν [ραγίζω / ραΐζω] αυτός που έχει ραγίσει, που έχει υποστεί ράγισμα, ραγισμένος …   Dictionary of Greek

  • ραιστάζει — και ῥαστάζει Α (κατά τον Ησύχ.) «πονεῑ, ὠθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ρ. έχουν σχηματιστεί από τους αμάρτυρους τ. *ῥαιστός ή *ῥαιστής (< ῥαίω «συντρίβω, καταστρέφω»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»